- Ἄβαντα
- Ἄβαςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβάντα — η 1. κέρδος, συνήθως αθέμιτο (από χαρτοπαιξία κ.λπ.) 2. υποστήριξη, βοήθεια, επικουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. κατά τα θηλ. σε α < αβάντι (= κέρδος) < ιταλ. avanti (= πριν, εμπρός) ή < τουρκ. avanta (= κέρδος) < ιταλ. avanti … Dictionary of Greek
αβάντα — η (λ. ιταλ.), βοήθεια σε ύποπτη επιχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
αβάντζα — και ντσα, η και αβάντσο και ντζο, το 1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα 2. προκαταβολή 3. φρ. «πάμε αβάντζο» συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αβανταδόρος — ο (θηλ. α και ισσα) 1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι 2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές 3. γενικά, όποιος ζει … Dictionary of Greek
αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek
κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… … Dictionary of Greek
Ακρίσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Άβαντα και της Ωκαλείας, πατέρας της Δανάης και δίδυμος αδελφός του Προίτου, τον οποίο έδιωξε από το πατρικό βασίλειο, αργότερα όμως αναγκάστηκε να συνδιαλλαγεί μαζί του και να του παραχωρήσει την … Dictionary of Greek
Αρέθουσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, συνοδός της Άρτεμης. Το όνομα σημαίνει πηγή, κρήνη. Την αγάπησε o ποτάμιος θεός Αλφειός και την κυνήγησε. Μεταμορφωμένη σε πηγή από τη θεά Άρτεμη, η Α. πέρασε τη θάλασσα μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ελεφήνωρ ή Ελφήνωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν βασιλιάς των Aβάντων της Ευβοίας, γιος του Χαλκώδοντα και της Μελανίππης. Σκότωσε χωρίς να το θέλει τον παππού του, Άβαντα, και επειδή δεν μπορούσε πλέον να μένει στην Εύβοια,… … Dictionary of Greek